άλικο
επίθ.: ανοιχτό, έντονο κόκκινο
Ενορία Ευαγγελιστρίας Λευκάδος – π. Γεράσιμος Ζαμπέλης
Ετυμολογική σημείωση:
πρόκειται για το ουδέτερο του άλικος/-η/-ο > τουρκ. al ‘έντονα κόκκινος’ + επιθετικό επίθημα –ικος/-η/-ο, πβ. τουρκ. boş, kalp, sert > μπόσικος/-η/-ο, κάλπικος/-η/-ο, σέρτικος/-η/-ο
(Π.Γ. Κριμπάς)