Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

άλικο

επίθ.: ανοιχτό, έντονο κόκκινο

Ενορία Ευαγγελιστρίας Λευκάδος – π. Γεράσιμος Ζαμπέλης


Ετυμολογική σημείωση:
πρόκειται για το ουδέτερο του άλικος/-η/-ο > τουρκ. al ‘έντονα κόκκινος’ + επιθετικό επίθημα –ικος/-η/-ο, πβ. τουρκ. boş, kalp, sert > μπόσικος/-η/-ο, κάλπικος/-η/-ο, σέρτικος/-η/-ο

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.