αλάνα (η)
αμάντρωτη έκταση μέσα στην πόλη ή στα χωριά, όπου μαζεύονται τα “αλητόπαιδα” και παίζουν, γι΄ αυτό ονομάστηκαν αλάνια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
ἀλάνα (ἡ): xῶρος ἀνοιχτός μέσα στήν πόλη (Τ. alan).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Η αλάνα δεν είναι ιδιωματική λέξη της Λευκάδας, υπάρχει σε όλη την Ελλάδα.
(Π.Γ.Κριμπάς)
Αμαλια Φαίδωνος -
Τελειο! Ευχαριστώ 👌