ακοντικός (ο)
το πίσω μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
ίσως από το ακόντιο, αλλά δεν κατόρθωσα να εντοπίσω τον σημασιολογικό συσχετισμό (που ίσως οφείλεται στο σχήμα κάποιου οστού;), ενώ δεν φαίνεται να σχετίζεται με τα ακοντάρω, ακόντ(ι)κος (βλ.λ.). Άλλος τύπος του είναι η λέξη ακόντικας (βλ.λ.)
(Π.Γ. Κριμπάς)
βλ. και ακόντικας