αβάρα (η)
μεγάλο τσιμπούρι, παράσιτο των οικιακών ζώων, που απορροφάει το αίμα τους.
Στα αρχαία λέγεται κρότων. “Τοις μεν ουν ταύροις των οίστρον ενδύεσθαι παρά το ους λέγουσιν, και τις κύσις των κρότωνα”. (Πλούτ. Ηθ. 55 Ε).
Το τσιμπούρι είναι παράσιτο έντομο ιδίως των σκύλων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀβάρα /ἡ/ (Ἰ. avaro) = κρότων, τσιμποῦρι παραφουσκωμένο ἀπὸ αἱμορρόφησιν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
η σημασιολογική μετάβαση από το ιταλ. avaro = φιλάργυρος παραπέμπει στη γνωστή ιδιωματική φράση «αυτός πίνει αίμα» = είναι υπερβολικά φιλάργυρος
(Π.Γ. Κριμπάς)