όρτη (η)
η κανονική, η ορθή όψη του υφάσματος. Το αντίθετο της όρτης είναι η ανάποδη.
“Όταν φοράς τα ρούχα σου απ΄ την ανάποδη σε κοροϊδεύουν, σε λένε αφηρημένο και γρουσούζη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ὄρτη /ἡ/ (ὀρθὴ) = ἡ ὀρθὴ ὄψις ὑφάσματος, ἐνδύματος κ.λπ. «γιὰ γύρσέ το ἀπ’ τὴν ὄρτη».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ὄρτη (ὀρθὴ) ἐπὶ ὑφασμάτων, τὸ ἀντίθετον, ἀνάποδη.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός