(ο)κνεύομαι
κνεύομαι, (οκνεύομαι) είμαι οκνός, βαριέμαι.
φράση: “Εσύ κνεύεσαι, παιδάκι μ΄, άσε να πούμε σε κανέναν άλλο να μας βοηθήσει”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
κνεύομαι, (οκνεύομαι) είμαι οκνός, βαριέμαι.
φράση: “Εσύ κνεύεσαι, παιδάκι μ΄, άσε να πούμε σε κανέναν άλλο να μας βοηθήσει”.