ζβερκιά (η)
χτύπημα στο ζβέρκο με την παλάμη. “Θα φας κανιά ζβερκιά και θα ιδείς”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζβερκιὰ /ἡ/ (Ἀλ. ζβέρκ, Τ. ἐσβὲρ) = πλῆγμα διὰ τῆς παλάμης εἰς τὸν αὐχένα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ζβερκιά = σφαλιάρα, (χτύπημα με ἀνοιχτό τό χέρι στόν αὐχένα).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής