ορδινάριος (ο)
ο κοινός άνθρωπος, ο ευτελής, ο πρόστυχος, ο λαϊκός τύπος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ὀρδ(ι)νάριος /ὁ/ (Ἰ. ordinario) = τῆς σειρᾶς, λαϊκός, εὐτελής.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο κοινός άνθρωπος, ο ευτελής, ο πρόστυχος, ο λαϊκός τύπος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ὀρδ(ι)νάριος /ὁ/ (Ἰ. ordinario) = τῆς σειρᾶς, λαϊκός, εὐτελής.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης