ξεραθ(ι)μάω και ξερραθυμάω
δοκιμάζω κάτι που πολύ το πεθύμησα, φαγητό, γλυκό, κ.λπ.
φράσεις: “ούτε το ξεροθίμ’σα καθόλου” – “Εφέτος τα σταφύλια χάλασαν, δεν τα ξεραθ’μήσαμε φαίνεται”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεραθ(υ)μάω ἐξ-ἐρι-θυμόω) = γεύομαι σφοδρῶς ποθουμένου πράγματος, δοκιμάζω, ἀπολαμβάνω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Επιθυμώ πολύ κάτι – επιθυμία μεγάλη. Η λέξη από ο στερητικό ξε και αραθυμώ, αποδίδεται “ξεσκάω”, ευθυμώ (και επιθυμώ), Απαντά αρχικά ξαραθυμώ (Κριαράς). Η ορθή γραφή με -υ-.
Στο μεσαιωνικό μυθιστόρημα “Ιμπέριος και Μαραγρώνα” διαβάζουμε: “Λέγω να αυθυμήσω / από την τόσην πλησμονήν / μήνα ξεραθυμήσω” (196).
Ραθυμία εδώ, η ακεφία, τεμπελιά.. Δηλαδή, να μπορέσω να ευθυμήσω (διώχνοντας την ακεφιά).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
καί ΄ραθυμάω