ξαντό (ή ξανθό)
λινό ύφασμα ως επίθημα σε πληγή, ψιλό κατεργασμένο λινάρι εν είδει γάζας, για πληγές.
Σε γιατροσοφικό παλαιό βιβλίο συνταγών, διαβάζομε: ” … βάνω επάνω εις το κόκκαλον ολίγο ξαντό στεγνό και από πάνω του βάνω μακαρούνια (=κλωστές) από ξαντό μουσκεμένα εις το ασπράδι του αυγού”. ( Η λαϊκή Ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 174). Βλ. μοτάρι.
βλ. καί ξανθός