μακιάζω
λερώνω κάτι: ρούχο, τοίχο, πάτωμα, κλπ. Το αντίθετο, ξεμακιάζω – ξεμακιάρισμα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μακιάζω βλ. λ. μακιάρω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!