σιδέρικος -η -ο
άλογο με τρίχωμα ψαρί.
ΒΑΛ. Αθ. Διάκος, Γ΄:”Μες στα τρίφυλλα τα παχειά σιδέρικη φοράδα / μαρμάρα, φίδι φτερωτό, δροσίζεται και βόσκει / στρωμένη ετοιμοπόλεμη”.
Ο ποιητής σχολιάζοντας τη λέξη, σημειώνει: “Η χροιά αύτη της τριχός, συνιστά πολύ παρά τω λαώ τον ίππον, και θεωρείται σημείον αλάνθαστον γενναιότητος, προσαπτομένων εις το ζώον πάντων των χαρακτηριστικών του σιδήρος, όθεν και το επίθετον …”.