μπούγιο (το)
- το βράσιμο του νερού. φράσεις: “το νερό επήρε μπούγιο, ρίξε τα λάχανα να βράσουν” – “Άμα πάρει δυο μπούγια κατέβασέ το απ΄ τη φωτιά”.
- θυμός, οργή, “επήρε ένα μπούγιο παραλίγο να μας βρίσει”.
- για τον καιρό λέμε: “είναι μοπυγιάδος”, δηλ. έχει κακοκαιρία.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπούγιο /Γλ. boullir) = βράσις, βρασμός, κοχλασμός. (Ἰ. buio) = ὄγκος ἐμφανής.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Είναι το ιταλικό buio. Αντίστοιχο το ντόρος (αγνώστου ετύμου), ο θόρυβος, η εντύπωση.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης