μπάστακας (ο)
αυτός που στέκεται με υπομονή κάπου αναμένοντας, ο φύλακας, ο ενοχλητικός. φράση: “στέκεται μες στα πόδια μου όλη μέρα σαν μπάστακας”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπάστακας /ὁ/ (Ἰ. bastare) = ὁ ἐν ὑπομονῇ ἀναμένων, ἀναμονητής, φύλαξ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης