γκιγούμι (το)
Χάλκινο σκεύος, είδος κατσαρόλας για νερό.
Είναι γνωστό και ως γκιούμι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γκ(ι)γοῦμι /τὸ/ (κουκούμιον, Λ. cucuma, Α.Τ. κουμκοὺρ) = θερμορρόη, χάλκινον ἀγγεῖον, ὑδροδοχεῖον μὲ ἀνοικτὸν στόμιον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης