μούτος (ο)
ο άλαλος, ο μουγκός. Μτφρ: ο αποσβολωμένος, ο σαστισμένος αυτός που δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη από φόβο. Έμεινε μούτος = του πιάστηκε η φωνή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μοῦτος -α -ο (Ἰ. muto) = ἄλαλος, βωβός, ἄφωνος, μουγγός.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ο άλλαλος, ο μουγκός. Από το ιταλικό mutoκι αυτό από το λατινικό muta, μούτα που σήμαινε τη θεά. Άφωνο Νύμφη, Lara ή Tacita (θεά της σιωπής, που τιμώταν στη Ρώμη (Τσακαλώτος). Επιπλήττουμε κάποιον, που δε μιλάει, λέγοντας του “μούτος είσαι”;
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης