τσιτσί (το)
κρέας ζώων και του ανθρώπου.
φράση:”φαίνεται το τσιτσί σου”, δηλ. είσαι γυμνός σε κάποιο σημείο του σώματος.
Μια παλιά λαϊκή ιστορία μας λέει, πως μια χήρα που έκλαιγε τον άντρα της έλεγε μοιρολογώντας: “άντρα μου, και τι να σου πρωτοθυμηθώ, τα παπούτσια τα τσινά, το τσιτσί το πετσί ή την κοιγιά (κοιλιά) και τα κατά;”. Φαίνεται πως ο προκομένος ο νοικοκύρης της εψώνιζε το κρέας με το τομάρι και τον πατσά άπλυτον.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσιτσὶ /τὸ/ (Ἰ. ciccia) = τὸ κρέας, ἡ γυμνότης.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το κρέας στην παιδική ηλικία. Για τους μεγάλους λέμε τσιτσιδώθηκε, ξεγυμνώθηκε.
Η λέξη προέρχεται από την αρχαιοελληνική τιτθίον (μαστός). Σχετική – προκειμένου για εμάς – η ιταλική ciccia, αλλά και η σλάβικη tsitsa. Από το τσιτσί – είπαμε – και τσίτσιδος (γυμνός).
Ο Ανδριώτης παραβάλει το τσιτσί προς το τζιτζί. Στην Καρυά λέμε στον πληθυντικό τζιτζά και νοούμε τα μπιχλιμπίδια (τούρκικη λέξη).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης