ματινές (ο)
γυναικείο πουκάμισο, είδος πυζάμας, που τη φορούν στο σπίτι μόνο για τις εκεί δουλειές, σπιτική ρόμπα. Αυτό ίσχυε για τις νοικοκυρές της Χώρας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ματ(ι)νὲς /ὁ/ (Ἰ. mattina) = πρωϊνὸν γυναικεῖον χιτώνιον (πιζάμας) διὰ τὰς οἰκιακὰς ἐργασίας.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης