σκαριάζω 11 Νοέ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σκαριάζω § τοποθετῶ τι ἀσφαλῶς· ὥστε νὰ μὴ κινῆται. ᾿Σκαριάζω, § ἰδ. ᾿σκαρί.