σέχλα
Σέχλα § δυσωδία, ἀηδία. Π. ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος εἶνε μιὰ σέχλα = ἀηδέστατος ἢ ῥυπαρώτατος.
βλ. καί σέχλα-μάρα
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σέχλα § δυσωδία, ἀηδία. Π. ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος εἶνε μιὰ σέχλα = ἀηδέστατος ἢ ῥυπαρώτατος.
βλ. καί σέχλα-μάρα