λουμίνι (το)
φωτιστικό σύνεργο από λάτα με φιτίλι στην κορυφή που φέγγει με πετρέλαιο. Το κρεμούν στο λυχνοστάτη, όπου και το λυχνάρι. (Το νοικοκυριό του χωριάτικου σπιτιού στη Λευκάδα , σελ 67).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(ου)μίνι /τὸ/ (Ἰ. lumino) = λύχνος ἐλαίου ἐκ λευκοσιδήρου σχήματος κωνικοῦ μὲ τὴν θρυαλλίδα εἰς τὴν κορυφήν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λουμίνι = εἶδος λύχνου πού καίει ἀντί λάδι, πετρέλαιο.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής