πίκρανος
Πίκρανος § λάχανον πικρόν, ἢ παρ᾿ ἄλλοις πικραλίς. Π. νὰ ξεφυτρόν᾿ ὁ πίκρανος, νὰ τρῶν᾿ οἱ πικραμμένοι (ᾆσμ. 24).
Σημ. Ἡ παρὰ τῷ Διοσκουρίδῃ πικρίς. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ. παρ᾿ ἡμῖν δ᾿ εἶνε εὔχρηστος εἰς τοὺς χωρικούς.
β΄. καί πίκρονας ή πρίγκοντας