Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πίκρανος

Πίκρανος § λάχανον πικρόν, ἢ παρ᾿ ἄλλοις πικραλίς. Π. νὰ ξεφυτρόν᾿ ὁ πίκρανος, νὰ τρῶν᾿ οἱ πικραμμένοι (ᾆσμ. 24).

Σημ. Ἡ παρὰ τῷ Διοσκουρίδῃ πικρίς. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ. παρ᾿ ἡμῖν δ᾿ εἶνε εὔχρηστος εἰς τοὺς χωρικούς.

β΄. καί  πίκρονας ή πρίγκοντας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.