παλαβόνω
Παλαβόνω § καθιστῶ τινα παλαβόν, ἐπισκοτίζω τὸν νοῦν τινος. Π. τὸν ἐπαλάβωσε μὲ τσὴ φωναίς του. ΚΝ.
Σημ. Ὁ Βυζ. μόνον τὸ παλαβὸς σημειοῖ (ὅπερ καὶ ἰδέ).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Παλαβόνω § καθιστῶ τινα παλαβόν, ἐπισκοτίζω τὸν νοῦν τινος. Π. τὸν ἐπαλάβωσε μὲ τσὴ φωναίς του. ΚΝ.
Σημ. Ὁ Βυζ. μόνον τὸ παλαβὸς σημειοῖ (ὅπερ καὶ ἰδέ).