μονοπάτι 02 Νοέ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μονοπάτι § στενωπός, στενὴ ὁδὸς ἀνὰ ἕνα διαβάτην χωροῦσα. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ μόνος, πατέω.