χαλεψούρης (ο)
Αυτό το όνομα έγινε από το χαλεύω και αυτό με τη σειρά του από το χηλή (δωρικό: χαλά) που θα πει όπλη ή νύχια ζώων.
“Εδήλωνε” όπως λέει ο Χατζηδάκις “και την του ανθρώπου χείρα”. Επομένως εύκολο να σχηματιστεί το ρήμα χαλεύω.
Κι ο Ανδριώτης το ίδιο λέγει.
Από το αρχαίο δωρικό ουσιαστικό χαλή (=χηλή, παλάμη), αρχική σημασία: ανοίγω την παλάμη να λάβω κάτι (Χατζηδάκις).
Και ο Σταματάκος: χαλή ,χηλή = παλάμη, ανοίγω την παλάμη ινα λάβω κάτι, ψάχνω.
Με την πρώτη έννοια (του απλώνω το χέρι), νοούμε κι εμείς τον χαλεψούρη, κάτι σαν ζητιάνο.
Αλλά και με τη δεύτερη του ψάχνω, χαλεύω, δηλαδή, κάτι ψάχνω.
Γενικότερα: “Τι χαλεύεις εδώ;” ή “Μην τον χαλεύεις” κ.ο.κ.
Πιο συγκεκριμένα ο χαλεψούρης είναι αυτός που διαρκώς ζητάει κάτι (υλικό) με απαίτηση ενίοτε. Και γίνεται έτσι ενοχλητικός. Λέμε “μου χάλεψε” ενν. χρήματα.
Ομόηχο του χαλεψούρης, ο κλαψούρης.
leonicos Calahoras -
υπέροχο, από το ομηρικό χαλεύω, ζητώ, ψάχνω