δράγαινα ή δράκαινα (η)
το ψάρι τραχίνος ή δρακόνι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δράκαινα /ἡ/ = ὁ ἰχθῦς τραχῖνος ὁ δράκων, δρακαινίς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δράκαινα, § μικρὸς ἰχθύς, οὗ τὸ κέντημα ἐπιφέρει δριμυτάτους πόνους, πρὸς κατάπαυσιν τῶν ὁποίων ἡ δημώδης θεραπευτικὴ μεταχειρίζεται φυτόν τι καλούμενον ἀγροῦζα.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου