στραπατσάρω και στραπάτσο
Στραπατσάρω (Ἰ. strapazzare) = κακοποιῶ, προσβάλλω, ἐξευτελίζω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Στραπάτσο (το) μεγάλη ζημιά. “Γίνανε στραπάτσο”. Εϊναι το ιταλικό strapazzo. Έπαθε μεγάλο στραπάτσο, δηλαδή μειώθηκε ηθικά. (τσαλακώθηκε).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης