σατέμι 09 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σατέμι /τὸ/ (Γλ. satin) = ὁλοσηρικόν, ὕφασμα στιλπνὸν κατὰ τὴν μίαν ὄψιν, σατέν.