πετέ(γ)ολο
Πετέγολο (Πετέολο)/τὸ/ (Ἰ. pendevole) = ἐξεζητημένη καὶ ἀνάρμοστος ποικιλία ἀμφιέσεως καὶ στολισμοῦ, προκλητικὸς στολισμός.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πετέγολο (Πετέολο)/τὸ/ (Ἰ. pendevole) = ἐξεζητημένη καὶ ἀνάρμοστος ποικιλία ἀμφιέσεως καὶ στολισμοῦ, προκλητικὸς στολισμός.