π(ει)ραχτήριο 01 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Πειραχτήριο (Πραχτήριο) /τὸ/ ἐπίθ. ἄκλ. (πειράζω) = ἐρεθιστικός, ἐνοχλητικός.