μώρα
Μώρα /ἡ/ βλ. λ. μόρα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μώρα § ἀδιαθεσία, χαύνωσις, ἀκαταμάχητος πρὸς ὕπνον διάθεσις. Π. μ᾿ ἔπιασ᾿ ἡ μώρα = εἶμαι καταβεβλημένος ἢ βαρέως νυστάζω.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!