Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μοντοῦρα /ἡ/ (Ἰ. montura) = περιβολή, ντύσιμο, κοστοῦμι.
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Σχόλιο *
Όνομα *
Email *
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.