σκλήθρα (η)
- μικρό κομμάτι ξύλου, αγκίδα, πελεκούδα, σχίζα που μπαίνει στο δάχτυλο μας. “Εμπήκε μια σκλήθρα στο δάχτυλό μου” – “Επετάχτηκε μια σκλήθρα και παρ΄ ολίγο να μπει στο μάτι μου”.
- φυλλοβόλο δέντρο των υδρότοπων με πολύ σκληρό ξύλο που το χρησιμοποιούν οι ξυλογλύπτες και επιπλοποιοί.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκλήθρα /ἡ/ (σκέλλω) = ὀξεῖα παρασχὶς ξύλου, ἀγκίδα ξύλου.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μου μπήκε μια σκλήθρα στο ποδάρι ή το χέρι.
Σκλήθρος, ο “κλήθρος” (ο και η), είναι στην αρχαία η λέξη μας.
Και σημειώνει ο Σκαρλάτος στο λεξικό του. “Η δε κλήθρη φυλάσσει και νυν τούνομα υποβιβαρβαριζομένη δια προσθήκης του -σ-. Και παραπέμπει στο Οδύσσεια, Ε΄, 64: “…κλήθρη (σκλήθρον) τ΄ αίγειρός τε (λεύκα) και ευώδης κυπάρισσος”.
Ο Δημητράκος σαφέστερα εξηγεί: Σκλήθρα: τεμάχιον ξύλου εκ πελεκήσεως, παρασχίς, σκίζα, πελεκούδι. Παρόμοια λένε και τα άλλα λεξικά.
(Σχετική είναι και η λέξη σφλέντζα).
Τέλος το σκέλλω του Λάζαρη είναι μάλλον άσχετο.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης