μπότζος ἤ πότζος
μπότζος ἤ πότζος: κλειστός ἤ ἀνοικτός ἐξώστης ὀρόφου, ὅπου καταλήγει ἡ ἐξωτερική σκάλα, (ΒΕΝ. Pozzo, l’ appozzio). Ὑποστήριξη, ὅρος πού προέρχεται ἀπό τήν ναυτική ὁρολογία. (Pozzo = Στή ναυπηγική, ἡ στέγαση πού διασπᾶ τήν συνέχεια τοῦ καταστρώματος ἤ ὑπερκατασκευῶν). Τήν λέξη συναντᾶμε στό κτηματολόγιο πού ἔκανε ὁ Santo Semitecolo τό 1726 γιά τήν Χώρα. Καταγραφή 44Α: Casa, e botega con pozzo).