ξεκαλκ(ου)νάρω
Ξεκαλκ(ου)νάρω (ἐκ-Ἰ. calciare) = ἀπολακτίζω τὸ βύσμα, ἐκτινάσσω τὸ πῶμα, ἀποτινάσσω τὸ βαρὺ ἐπίθεμα ἀσφαλίσεως.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξεκαλκ(ου)νάρω (ἐκ-Ἰ. calciare) = ἀπολακτίζω τὸ βύσμα, ἐκτινάσσω τὸ πῶμα, ἀποτινάσσω τὸ βαρὺ ἐπίθεμα ἀσφαλίσεως.