ζβέρκος (ο)
ο αυχένας, ο τράχηλος.
Η λέξη χρησιμοποιείται τοπικά με μεταφορική έννοια στη φράση: “Εψώνισες από ζβέρκο”, δηλ, δεν έκαμες καλές δουλειές, απότυχες στις αγορές σου (μικρές και μεγάλες). Κι όμως, πολλοί λένε πως το νοστιμότερο μέρος του σφαχτού είναι ο σβέρκος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζβέρκος /ὁ/ (Ἀλ. ζβέρκ, Τ. ἐσβὲρ) = αὐχήν, τράχηλος, τὸ ὀπίσθιον τοῦ λαιμοῦ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης