Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζβέρκος (ο)

ο αυχένας, ο τράχηλος.
Η λέξη χρησιμοποιείται τοπικά με μεταφορική έννοια στη φράση: “Εψώνισες από ζβέρκο”, δηλ, δεν έκαμες καλές δουλειές, απότυχες στις αγορές σου (μικρές και μεγάλες). Κι όμως, πολλοί λένε πως το νοστιμότερο μέρος του σφαχτού είναι ο σβέρκος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζβέρκος /ὁ/ (Ἀλ. ζβέρκ, Τ. ἐσβὲρ) = αὐχήν, τράχηλος, τὸ ὀπίσθιον τοῦ λαιμοῦ.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.