ζωντόβολο (το)
γάιδαρος, ο αμαθής, ο ανόητος. Φράση: Είσαι ζωντόβολο, δεν καταλαβαίνεις τίποτα – Είσαι ζώον.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζωντόβολο § ὁ ὄνος. Μ. ὁ ἀνόητος, ἀμαθής. Π. εἶσαι ζωντόβολο = ἀνόητος, ἀμαθής. ΚΝ.
Σημ. Ἐκλήθη οὕτω τὸ πολυώνυμον καὶ πολυπαθὲς ζῶον, διότι ἴσως ὑπὲρ πᾶν ἄλλο αὐτὸ βάλλεται (δηλ. δέχεται πληγὰς) ὑπὸ τῶν ζώντων· διὸ καί τινες τὸν ἄλλως γάδαρον γρ. γαείδαρον καὶ ἀείδαρον παράγ. τὴν λ. ἐκ τοῦ ἀεὶ δέρεσθαι, (ἰδ. Ἀνώνυμ. ἐν λ.). Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ.