Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κ(ον)σουλτάρω

Κ(ον)σουλτάρω (Ἰ. consultáre) = συζητῶ, συνδιαλέγομαι, διαπραγματεύομαι.
κσουλτάρω / κονσουλτάρω

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.