ξενετάρω
τελειώνω τις δουλειές μου.
φράσεις: “εξενετάρισα με τ΄ αμπέλια μου” – “θέλω να ξενετάρω με το πλύμα γιατί θα με πάρει μεσημέρι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σχετικό με το “ξεντρεγάρω” ως προς τη σημασία του.
Εδώ από το ιταλικό NETTO, που θα πει καθαρός, σκέτος (το δεύτερο πηγαίνει με το πρώτο, σε επιρρηματική μορφή, “νέτα-σκέτα”.
Και εδώ (όπως και στο ξεντρεγάρω”) προτίθεται το μόριο “ξε” (επιτακτικό, στη γλώσσα της γραμματικής). Ξενετάρω, ξεμπερδεύω με κάτι, τελειώνω, καθαρίζω…
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης