Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξενετάρω

τελειώνω τις δουλειές μου.
φράσεις: “εξενετάρισα με τ΄ αμπέλια μου” – “θέλω να ξενετάρω με το πλύμα γιατί θα με πάρει μεσημέρι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σχετικό με το “ξεντρεγάρω” ως προς τη σημασία του.
Εδώ από το ιταλικό NETTO, που θα πει καθαρός, σκέτος (το δεύτερο πηγαίνει με το πρώτο, σε επιρρηματική μορφή, “νέτα-σκέτα”.
Και εδώ (όπως και στο ξεντρεγάρω”) προτίθεται το μόριο “ξε” (επιτακτικό, στη γλώσσα της γραμματικής). Ξενετάρω, ξεμπερδεύω με κάτι, τελειώνω, καθαρίζω…

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.