ξεφ(ου)ντώθ(η)κε
Ξεφουντώθηκε / ξεφντώθκε. Άμα το νέο κρασί (ο μούστος) βράζει στο βαρέλι και φύγει (πεταχτεί) η τάπα η σκάσει καμιά σάπια δούγα ή βγει ο πύρος, λέγαμε ξεφουντώθηκε.
Το ρήμα είναι ξε-φουντώνω και μας θυμίζει τη φούντα από το λατινικό funta. Από την ίδια αυτή λέξη έχουμε πολλά παράγωγα, φούντο (πάει, λέμε, φούντο) φουντάρω, φούντωμα κ.λπ. Ελληνικά βυθίζω, βυθός. Όλα από το λατινικό fundus.
Τα λεξικά δεν περιλαμβάνουν τον τύπο ξε-φουντώνομαι με την έννοια που εμείς το χρησιμοποιούμε.
Μεταφορικά και κοροϊδευτικά, για το πόρδισμα! Αυτός λέμε, ξεφουν΄τωθηκε (όπως το βαρέλι με το μούστο).