βατεύω
Βατεύω (βαίνω, βατέω, ἐπιβατέω) = ἐπιβαίνω σεξουαλικῶς, ὀχεύω, ἀπηδάω, μαρκαλίζω. (λέγεται ἐπὶ κτηνῶν).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Βατεύω (βαίνω, βατέω, ἐπιβατέω) = ἐπιβαίνω σεξουαλικῶς, ὀχεύω, ἀπηδάω, μαρκαλίζω. (λέγεται ἐπὶ κτηνῶν).