βαρυόμοιροι
Βαρυόμοιροι § ὁ βαρεῖαν (ἀλοὴν) μοῖραν ἔχων, ὁ παρὰ τοῖς ἀρχ. βαρύποτμος.
Σημ. Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν λ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Βαρυόμοιροι § ὁ βαρεῖαν (ἀλοὴν) μοῖραν ἔχων, ὁ παρὰ τοῖς ἀρχ. βαρύποτμος.
Σημ. Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν λ.