σερδενές (ο)
- ο μπουναμάς, το μικρό φιλοδώρημα.
“Έπιασα από σαρδενέδες την πρωτοχρονιά 500 δρχ.” – “Έδωσες σερδενέ του παιδιού που σου έφερε το κουστούμι στο σπίτι;” - ξυλοδαρμός.
φράση: “Έφαγες κι εσύ το σερδενέ σου από το δάσκαλο;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σερδενὲς /ὁ/ (Λ. sordens) = γλίσχρον φιλοδώρημα πρὸς βοηθὸν τεχνίτου (ποὺ θὰ φέρῃ στὸ σπίτι τὸ καινούργιο κοστοῦμι ἢ παπούτσια).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Φιλοδώρημα μικρού υπαλλήλου. Το sordens του Λάζαρη ανύπαρκτο. Θέλει έρευνα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης