ντορής (ο)
όνομα αλόγου, ιδίως εκείνου που έχει κόκκινο χρώμα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντορῆς -ιὰ (Τ. dορού, Σ. dορὰτ) = ἵππος καστανερύθρου χρώματος, πυρόθριξ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
όνομα αλόγου, ιδίως εκείνου που έχει κόκκινο χρώμα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντορῆς -ιὰ (Τ. dορού, Σ. dορὰτ) = ἵππος καστανερύθρου χρώματος, πυρόθριξ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης