μουζ(ου)νάρω 21 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μουζουνάρω (Ἰ. mozzare) = κλίνω, ἀνατρέπομαι κατόπιν ὠθήσεως ἢ ἀποκοπῆς.