κρεμάθα ή κρεμάθρα (η)
- σανίδα κρεμασμένη απ΄ τα ματέρια της οροφής με δυο σκοινιά ή σύρματα, που πάνω έβαζαν οι παλιοί τα καρβέλια του ψωμιού, μόλις βγαλμένα απ΄το φούρνο.
- σταφύλια, ιδίως από κληματαριές, κρεμασμένα απ΄ τα ματέρια του σπιτιού, για να διατηρούνται φρέσκα. Επίσης κυδώνια, καλαμπόκια, ρόδια κ.ά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κρεμάθα /ἡ/ (κρεμάθρα) = σανὶς ἐξηρτημένη ἐκ τῶν δύο ἄκρων ἀπὸ δοκοῦ τῆς ὀροφῆς πρὸς ἀπόθεσιν ἄρτου κ.λ.π. πραγμάτων, κλαδίσκος κλήματος μετὰ τῶν σταφυλῶν κρεμώμενος πρὸς διατήρησιν εἰς τὰς οἰκίας τῶν ἀμπελουργῶν μετὰ τὸν τρυγητόν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης