χολοταράζομαι
Χολοταράζομαι § ταράσσομαι, ἐνοχλοῦμαι. Π. ἡσύχασε καὶ μὴ χολοταράζεσαι.
Σημ. Ἐκ τοῦ χόλος καὶ ταράσσομαι, περὶ τῆς τροπῆς τῶν σσ εἰς ζ ἰδ. ἀνωτ. ἐν λ. συντάζω. Ὁ Βυζ. παρ. τὴν λ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Χολοταράζομαι § ταράσσομαι, ἐνοχλοῦμαι. Π. ἡσύχασε καὶ μὴ χολοταράζεσαι.
Σημ. Ἐκ τοῦ χόλος καὶ ταράσσομαι, περὶ τῆς τροπῆς τῶν σσ εἰς ζ ἰδ. ἀνωτ. ἐν λ. συντάζω. Ὁ Βυζ. παρ. τὴν λ.