αβάρα
ναυτικό παράγγελμα.
Προστακτική του ρήματος αβαράρω. “Αβαράρισε το πριάρι, να ξεκινήσουμε” – “Βάλε αβάρα” = σπρώξε το πριάρι να φύγουμε.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀβάρα: (προστ. τοῦ ρ. ἀβαράρω) = ὠθῶ λέμβον ἤ ἄλλο ἐφόλκιον ἀπὸ προβλῆτος ἤ ἄλλου πλωτοῦ πρὸς ἀπομάκρυνσιν ἤ πρόληψιν συγκρούσεως.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
από την προστακτική του ρ. αβαράρω, βλ.λ.
(Π.Γ. Κριμπάς)